ἀσκόνταφτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκόνταφτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσκόνταφτα ἐπίρρ. πολλαχ. ἀσκούνταφτα ΓΨυχάρ. Ταξίδι3 60 ἀσκόνταφνα Χίος.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσκόνταφτος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
᾿Ακωλύτως, ἀνεμποδίστως, ᾶπροσκόπτως ἔνθ᾽ ἀν.: Προχωρεῖ ἡ δίκη-ἡ δουλε͜ιὰ ἀσκόνταφτα. Προχωράει ’ς τὰ μαθήματά του ἀσκόνταφτα πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA