ἀσκόνταφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκόνταφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκόνταφτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀσκόνταφτους Μακεδ. κ.ἀ. ἀσκόνταφτε Τσακων. ἀσκόνταφνος Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκονταφτὸς<σκοντάφτω, παρ’ ὃ καὶ σκοντάφνω, ὅθεν ὁ τύπ. ἀσκόνταφνος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) ᾿Απρόσκοπτος, ἀκώλυτος, ἀνεμπόδιστος ἔνθ’ ἀν.: Δουλε͜ιὰ ἀσκόνταφτη. 2) Μεταφ. ὁ ἠθικῶς ἀνεπίληπτος Λεξ. Δημητρ. Ἀπὸ τὰ παιδιˬάτικά της ὥς τὰ γεράματα ἦταν ἀσκόνταφτη. Συνών. ἀσκοντύλιστος, ἀσκουντούφλητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/