ἀσκοντύλιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκοντύλιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκοντύλιστος ἐπίθ. Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκοντυλιστὸς<σκοντυλίζω, δι’ ὃ ἰδ. κοντυλίζω.

Σημασιολογία

Ἄμεμπτος, ἀνεπίληπτος ἠθικῶς, μάλιστα ἐπὶ νύμφης. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀσκόνταφτος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/