γιˬουφκᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουφκᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬουφκᾶς ὁ, Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Βιθυν. (Ἀπολλων. Πιστικοχ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ. Μυριόφ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Καππ. (Φλογ.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (’Αλιστρ.) Προπ. (Μαρμαρ.) κ.ἀ. γιˬοφκᾶς Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ. Σκεπαστ. Σκοπ κ.ἀ.) Καππ. (Φλογ.) Λῆμν. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Τένεδ. γιˬοβκᾶς Κύπρ. γιφκᾶς Θρᾴκ. (Μέτρ.) ’ιφκᾶς Προπ. (Μαρμαρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ yufka=λεπτός, ζυμαρικὸν πολύ λεπτὸν διὰ τὴν παρασκευὴν γλυκυσμάτων.
Σημασιολογία
1) Συνήθως κατὰ πληθ., εἶδος ζυμαρικοῦ εἰς σχῆμα μικρῶν, λεπτῶν καὶ πεπλατυσμένων ἢ σφαιρικῶν μακαρονίων παρασκευαζομένων ἐκ μείγματος ἀλεύρου, γάλακτος καὶ ἀβγῶν. Τὸ μεῖγμα τοῦτο ἀνοίγεται εἰς φύλλα τὰ ὁποῖα κόπτονται, ξηραίνονται καὶ τρώγονται τὸν χειμῶνα ἔνθ’ ἀν.: Κάνουμε τὸ γιοφκᾶ ’πὲ τὸ ζουμάρ’, ’πὲ τὸ γάλα καὶ τ’ ἀβγὰ Θρᾴκ. (Σκοπ.) Οἱ ’ιφκᾶδες εἶναι χειμωνιˬάτικο φαΐ, μὲ γάλα καὶ ἀβγὰ Προπ. (Μαρμαρ.) Γιˬουφκᾶδες κάμναμε μὲ τὸ χαμούρι· ἀνοίγαμε φύλλα μὲ ἀβγά, γάλα καὶ τὰ κόβαμε καὶ τὰ ᾽λιˬάζαμε αὐτόθ. Συνών λαζάνι, χυλοπίττα, κουσκούσι. β) Ἀνάλογον παρασκεύασμα νηστήσιμον, ἐκ γλεύκους ἀντὶ γάλακτος, μετὰ καρύων, τρωγόμενον κατὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν Προπ. (᾿Αρτάκ.) 2) Εἶδος προχείρου λεπτῆς πίττας ἢ ὁποία παρασκευάζεται μόνον ἀπὸ ἀλευροζύμην καὶ ψήνεται εἰς τὴν γάστραν Καππ. (Φλογ.) Κύπρ.: Ἐμεῖς ’πόψε ἐφάαμεν γιˬοβκᾶες, γιˬατὶ ἐλείψαμ-μας τὰ ψουμιˬὰ Κύπρ. 3) Μεταφ., πλαδαρὸς ἄνθρωπος Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬουφκᾶς Μακεδ. (Πρώτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA