βαρβάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρβάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαρβάρα ἡ, Νίσυρ. -ΑΤανάγρ. Σπογγαλ. 59 βερβέρα Ἤπ. Κρήτ. βιρβέρα Μακεδ. (Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη. Πβ. καὶ ΦΚουκουλ. ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 39.
Σημασιολογία
1) Φλυαρία Κρήτ.: Ἅμα κινήσῃ τὴ βερβέρα δὲ σ’ ἀφίνει νὰ φύγῃς Κρήτ. Συνών. *βαρβάρισμα 1, *βαρβαριστό, βαρδάρισμα. β) Μετων. φλύαρος Κρήτ.: Ἐκίνησ’ ἡ βερβέρα καὶ δὲν ἀφίνει ἄλλον νὰ μιλήσῃ. Συνών. *βαρβάρης 2, *βαρβαριστής͵ βαρδάρις. γ) Γυνὴ φλύαρος Νίσυρ. Συνών. *βαρβάρω. 2) Ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας Νίσυρ. 3) Δικλεὶς τῆς περικεφαλαίας τοῦ δύτου ἐκ τῆς ὁποίας ἐξερχόμενος ὁ ἀὴρ παράγει φυσαλίδας ΑΤανάγρ. ἔνθ' ἀν. 4) Μέγας φόβος, τρόμος (ἡ σημ. ἐκ τῶν ἀκαθορίστων φθόγγων τοὺς ὁποίους ἐκφέρει ὁ καταλαμβανόμενος ὐπὸ τρόμου) Ἤπ. Μακεδ. (Σισάν.): Πῆρε βερβέρα ὁ κόσμος Ἤπ. 5) Ἐκφοβισμὸς Μακεδ. (Σισάν.): Ἀποὺ τέτο͜ιες βιρβέρις δὲν παίρ’ τοὺ δικό μ᾽ τοὺ κιφά'. Συνών *βαρβάρισμα 2, φοβέρα. 6) Ζῷον σαρκοφάγον μικρὸν καὶ δειλὸν Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA