γοργοδάχτυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοδάχτυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γοργοδάχτυλο τό, Θήρ. (Οἴα) Σίφν. - Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 118 - Λεξ. Δημητρ. ᾽οργοδάχτυο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ οὐσ. δάχτυλο.
Σημασιολογία
1) Ὁ ταχύς, εὐκίνητος, σβέλτος δάκτυλος τῆς χειρὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν. - Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Πο͜ιός ἔχει στόμα νὰ ᾽ς τὸ πῇ, γῶσσα νὰ ᾽ς τὸ μιλήσῃ, πο͜ιός ἔχει ᾽οργοδάχτυα νὰ πά᾽ νὰ σ᾽ τόνε δείξῃ; Ἀπύρανθ. Μάννα, ἔχω πόδιˬα νὰ σταθῶ, κεφάλι γιˬὰ νὰ κλίσω, ἔχω καὶ γοργοδάχτυλα τὰ στέφανα ν᾽ ἀλλάξω Σίφν. Ἔχεις ποδάριˬα νὰ σταθῇς καὶ μάτιˬα ν᾽ ἀντρανίσῃς ἔχεις καὶ γοργοδάχτυλα ν᾽ ἀλλάξῃς δαχτυλίδιˬα; Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ὁ ἔμπειρος, ἐπιτήδειος δάκτυλος τῆς χειρὸς Θήρ. (Οἴα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || ᾎσμ. Ὅπ᾽ ἔχ᾽ ἐλιˬὰ ᾽ς τὸ μάγουλο, ἐλιˬὰ ᾽ς τὴν ἀμασκάλη, ἐλιˬὰ ᾽ς τὸ γοργοδάχτυλο , χαρὰ ᾽ς τὸν ποὺ τὴν πάρῃ Οἴα. β) Εἰρων., ὁ ἄπειρος, ἀνεπιτήδειος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ποῦ νά ᾽ναι οἱ διˬαόλοι ἀπάνω ᾽ς τὰ ᾽οργοδάχτυά σου, dεbέα, ποὺ δὲ σταυρώνει τὸ χέρι σου δουλε͜ιὰ (δὲ σταυρώνει = δὲν πιάνει). Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γοργοδάχτυλος Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA