γοργοδιˬάβα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοδιˬάβα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γοργοδιˬάβα τό, Μ. Τσιριμώκ., Δεκάστ., 110.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ οὐσ. διˬάβα.
Σημασιολογία
Ἡ ταχεῖα διάβασις, τὸ γρήγορον πέρασμα: Ποίημ. Τὸ γοργοδιˬάβ᾽ ἀλλοτινοῦ κιˬ ὄμορφου τόπου ξεδιπλώνει τὸν κόσμο ὄνειρου θερινοῦ, σὰν πιˬάσω τὸ τιμόνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA