ἀσκοπουλλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκοπουλλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκοπουλλιˬάζω ᾿Ιθάκ. ἀσκοπουλλιˬάζου Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσκοπούλλι, δι’ ὃ ἰδ. ἀσκόπουλλο.
Σημασιολογία
1) ’Εναποθέτω τι εἰς μικρὸν ἀσκὸν Τσακων.: Ἑέρι ἀσκοπουλλιˬᾶ τὸ ἄρτουμα μι (χθὲς ἐναπέθηκα εἰς ἀσκίδιον τὸ τυρί μου). Πβ. ἀσκιάζω 1. 2) Ρίπτω τι κατὰ γῆς, κυλίω ἐπὶ τοῦ ἐδάφους δίκην ἀσκιδίου Ἰθάκ.: Φύε μὴ σοῦ δώκω μία καὶ σ’ ἀσκοπουλλιˬάσω! Πῆε νὰ περάσῃ κιˬ ἀσκοπουλλιˬάστηκε μέσα ’ς τὸ χαdάκι αὐτόθ. Συνών. τσουβαλιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA