γοργοδρομῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοδρομῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοδρομῶ Δ. Σάρρ., Εὐριπ. Ἱππόλ, 1132.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργοδρόμος.
Σημασιολογία
Ταχέως, γοργὰ τρέχω: Ποίημ. Ὤ, τὰ Βενέτικα ἄλογα πλιˬὸ δὲ θὰ τὰ ὁδηγήσῃς ᾽ς τῆς Λίμνης τὸ ἱπποδρόμιο, γιˬὰ νὰ γοργοδρομήσῃς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA