γιρλιστίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιρλιστίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιρλιστίζω ἐνιαχ. γιρλιστίζου Θρᾴκ. (Σουφλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yerleşmek=σταθεροποιῶ.

Σημασιολογία

Τοποθετῶ, στερεώνω: Μάννα μ’ γιρλιστί’ καλὰ τὴν τυλίχτρα σ’ν αὐλή μας ’π’ κάτου ’ς τὴ μουρὰ ’ς τοὺν ἥσκιˬου. Κὶ ’γὼ γιρλιστίζου καλὰ τοὺ χτέ’ μέσα ’ς τὴ γαρδάλουση’ς τοὺ ’λόχτινου (γαρδάλουση=ἐγκοπή, χαραμάδα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/