ἀσκόρπιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκόρπιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκόρπιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσκόρπ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀσκρόπιστος πολλαχ. ἀσκρόπ’στους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀσκρόπιγος Πελοπν (Κορινθ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀσκόρπιστος. Ἰδ. Sophocles ἐν λ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σκορπισθείς, ὁ μὴ διεσπαρμένας σύνηθ.: Περιουσία ἀσκρόπιγη (συγκεντρωμένη) Κορινθ. Ποίημ. Ὤ τὸ ἀσκόρπιστο τὸ μύρο | μέσα τὸ φυλᾶτε ἐσεῖς! ΚΠαλαμ. Δωδεκαλ Γύφτ.2 129. 2) Ὁ μὴ σπαταληθεὶς πολλαχ.: Ἄσκόρπιστο βιˬὸς Λεξ. Πρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA