γιτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιτίζω, γιτίζ-ζω Κῶς (Πυλ. Χώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ Τουρκ. τινὸς ἀγν. ρ. Πβ. yakişmak=ἐφαρμόζω.
Σημασιολογία
Ταιριάζω, συμφωνῶ, ταυτίζω, ἁρμόζω, ἐφαρμόζω ἔνθ’ ἀν.: Τὰ χρώματα ’φταδὰ ἐγ-γιτίζ-ζουσίνε Πυλ. || ᾎσμ. Νύφ-φη μου, βέργα μάλαμα, νύφ-φη μου, βέργ’ ἀσήμι, γιτίσετε ’ς τὴν ὀμορφιˬὰ αὶ ’ς τὴν ταπεινωσύνη Χώρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA