γιτσικάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιτσικάρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιτσικάρης ὁ, Κρητ. (Ἀνώγ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γιτσικός, τὸ ὁπ. βλ., καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρης, διὰ τὴν ὁπ. βλ. -άρις.

Σημασιολογία

1) Ποιμὴν ἐπιφορτισμένος μὲ τὴν φύλαξιν τῶν στείρων αἰγῶν, τράγων καὶ ἐριφίων. Συνών. γιτσικονόμος. 2) Κριὸς εὐνουχισμένος, χρησιμοποιούμενος ὡς ὁδηγὸς τοῦ ποιμνίου τῶν στείρων ζῴων, τῶν γιτσικῶν Β1δ. 3) Ἀμνὸς θηλάσας αἶγα. Συνών. γιτσικάρνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/