ἄσκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄσκος ὁ, Αἴγιν. Ζάκ. Κρήτ. Πελοπν (Ἄργ. Λογγ.) κ.ἀ. ἄσκα ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ ἀσκί.

Σημασιολογία

1) Μέγας ἀσκὸς Ζάκ. Κρήτ. κ.ἀ.: Παροιμ. Ἡ μάτα δὲ χορταίνει κ᾿ ἡ--ἄσκα δὲ dὰ παίρνει (ἐπὶ τοῦ παραπονουμένου ὅτι τὸ φαγητὸν εἶναι ὀλίγον, ἐνῷ ἀδυνατεῖ νὰ τὸ φάγῃ ὅλον. μάτα=μάτι) Κρήτ. 2) Θύλακος γυναικὸς ἢ ζῴου ρηγνύμενος πρὸ τοῦ τοκετοῦ Πελοπν. (Λογγ.): Ἔσπασ’ ὁ ἄσκος. Συνών. φούσκα. 3) Δερμάτινος κάδος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος ἐκ τῶν φρεάτων Αἴγιν. Πελοπν. (᾿Αργ.): Φρ. Ἔπεσε σὰν ἄσκος ᾽Γενήτικος Ἄργ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσκοδάβλα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/