ἀσκοτάδιˬαστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκοτάδιˬαστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσκοτάδιˬαστα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἔπιθ. ἀσκοτάδιαστος.
Σημασιολογία
Ἀσκοτείνιˬαστα, ὃ ἰδ.: Φτάσαμε ’ς τὸ χωριˬὸ ἀσκοτάδιˬαστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA