γοργοκινῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοκινῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοκινῶ Γ. Στρατήγ., Τί λέν τὰ κύμ., 107 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 2.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ κινῶ.
Σημασιολογία
Γοργά, ταχέως κινῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Στρέφω ᾽ς τὴν Ὕδρα. Γύρω της γοργοκινοῦνται οἱ κάβοι Γ. Στρατηγ., ἔνθ᾽ ἀν. Καὶ τὸ καμάρι τῆς Λητοῦς, ποὺ ἄτιˬα φλογισμένα γοργοκινοῦν τ᾽ ἁμάξι του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἰδῇ τέτο͜ιαν ὑπέρλαμπρη θωριά, τέτο͜ιαν μορφὴ παρθένα Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA