γιˬώσιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬώσιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬώσιμο τό, Ἀντίπαξ. Ἰθάκ. Καστ. Κῶς Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬώνω.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ φαγητῶν, χημική ἀλλοίωσις αὐτῶν ἐκ τῆς παραμονῆς των εἰς ὀξειδωμένα σκεύη Ἀντίπαξ. Ἰθάκ. Καστ. Παξ. 2) Ρύπανσις, κηλίδωσις Κῶς: Γιˬώσιμομ bοὺ τό ’χουν dὰ ροῦχα της!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA