γκαβαράπης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαβαράπης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκαβαράπης ὁ, Ἤπ. κ.ἀ. gαβαράπης Κρήτ. γκαβαράπ’ς Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ. κ.ἀ.) γκαβάραπας Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Θηλ. γκαβαράπα Μακεδ. (Βλάστ. κ.ἀ.) γκαβαράπ’σσα Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβὸς καὶ τοῦ ἐθν. Ἀράπης.

Σημασιολογία

Χλευαστικῶς, ὁ κάτοικος τῆς Ἀφρικῆς, ἰδίως τῆς Αἰγύπτου (ἐλέγετο κατὰ τὴν Ἐπανάστασιν διὰ τοὺς Ἀφρικανοὺς στρατιώτας τοῦ Σουλτάνου) ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ποῦ πᾶτε, σκυλλαρβανιτιˬὰ καὶ σεῖς γκαβαραπᾶδες; Ἤπ. || Ποίημ. Οἱ Τοῦρκοι, ἡ Ἀρβανιτιὰ καὶ οἱ gαβαραπᾶδες Κρήτ. Συνών. στραβαράπης. β) Μεταφ. ὑβριστικά, ἄνθρωπος μὲ μελαμψὸν πρόσωπον Εὔβ. (Ἄκρ. κ. ἄ.) Μακεδ. (Βλάστ. κ. ἀ.) Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τύπ. Γκαβάραπας Στερελλ. (Ἀράχ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/