βάρβαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάρβαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βάρβαρος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) βάρβαρους βόρ. ἰδιώμ. ἀβάρβαρος Πελοπν. (Κορινθ. Λακων. Λάστ.) Σῦρ. ἀβάρβαρους Σάμ. Πληθ. τὰ βάρβαρα ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βάρβαρος.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ἀγενής, ἀπολίτιστος, ἀγροῖκος, βάναυσος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἄνθρωπος βάρβαρος. Γυναῖκα βάρβαρη. Ἔθνος βάρβαρο. Τρόπος βάρβαρος. Διαγωγή βάρβαρη κοιν. || Ποίημ. Εἶν᾿ ἱερὸ προσκυνητάρι | καὶ δὲ θέλει πατηθῆ ἀπὸ βάρβαρο ποδάρι | πάρεξ ὅταν χαλαστῇ (βάρβαρο ποδάρι ἀντὶ βάρβαρου ποδάρι) ΔΣολωμ. 53. Συνών. ἄβρωτος 3β, ἀγενής, άγροίκητος Β4, ἀγροῖκος Ι1, άνεύγενος, ἀπότομος 4, βαρβαρότροπος, βαρε͜ιόησκιος 3, χωριˬάτης, ἀντίθ. εὐγενης, εὐγενικός. 2) Ὁ ἐν ᾧ κατοικοῦν ἄνθρωποι βάρβαροι κοιν.: Τόπος βάρβαρος. Σπίτι-χωριˬὸ βάρβαρο. Β) Οὐσ. 1) Πᾶς βάρβαρος ἄνθρωπος ΔΣολωμ. 187: Ποίημ. Ἔχεις τὴ μοῦσα, ἄν τὴ δεχθῇς εἰς τὸ θερμό σου στῆθος, γιˬὰ τοῦ βαρβάρου τὴν ψυχὴ δὲν εἶναι παρὰ λίθος. 2) Τοῦρκος κοιν. : ᾎσμ. Δὲν ἦτο κρῖμ’ οἱ βάρβαροι ἀπάνω σου ν᾽ ἀράξου κι ἀπόκε͜ιας Τοῦρκοι νά ’ρθουσι γιˬὰ νὰ σ’ άπορρημάξου! Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/