γκαβιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαβιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκαβιˬάζω ἐνιαχ. γκαβιˬάζου ᾽΄Ηπ. (Ἄγναντ. Δωδών. Ἑλληνικ. Κόνιτσ. Πλάκ Χουλιαρ.) Θεσσ. (Δρακότρ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δεσκάτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβός.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ ζῴων, ὑφίσταμαι μερικὴν τύφλωσιν Ἤπ. (Δωδών.): Γκαβιˬάσ’κι ἡ προυβατίνα, δέσ’ τ᾿ς σ’νὶ βαμμένου ’ς τοῦ λουλού’ ἢ ρίξ’ τ᾿ς τριμμένου μπουρμπόλι ’ς τὰ μάτιˬα (λουλού’₌λουλάκι, μπουρμπόλι₌σαλιγκάρι). 2) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, κτυπῶ, δέρνω Ἤπ. (Ἄγναντ. Ἑλληνικ. Κόνιτσ. Πλάκ. Χουλιαρ.) Θεσσ. (Δρακότρ.): Τοὺν γκάβιˬασαν (τὸν ἔδειραν) Κόνιτσ. Οὑ μαυρουδιάρ’ς γκαβιˬάζ’ τὰ λαγούλιˬα ’ποὺ τ’ πάχ’ (ὁ δάσκαλος δέρνει τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ πρωὶ) Πλάκ. (β) Κτυπῶ κάτι διὰ νὰ τὸ στερεώσω Θεσσ. (Δρακότρ): Γκάβιασι τ’ ἀγάνι (χτύπα τὸ καρφί). β) Γκρεμίζω, χαλῶ, σπάζω Ἤπ. (Ἄγναντ. Πλάκ.) Θεσσ. (Δρακότρ.) Μακεδ. (Δεσκάτ.): Τοὺ κούφιˬου γκαβιˬάσ’κι (τὸ σπίτι γκρεμίστηκε) Πλάκ. Ἡ χάλκου γκάβιˬασε τὰ ταλιˬούριˬα (ἡ γριὰ ἔσπασε τὰ πιάτα) Δρακότρ. γ) Ζημιώνομαι, καταστρέφομαι Θεσσ. (Δρακότρ.): Σὰν τοῦ ράξῃς δέκα κοῦλδες, γκαβιˬάζουμαι (ἂν τὸ πάρῃς δέκα δραχμές, ζημιώνομαι). δ) Σφάζω Θεσσ. (Δρακότρ.): Ὁ λαγὸς θὰ γκαβιˬάσ’ τὴ γκαλλῖνα (τὸ παλληκάρι θὰ σφάξῃ τῆν κόττα). ε) Ἀσθενῶ γενικῶς καὶ χάνω τὰ λογικά μου, παραφρονῶ Θεσσ. (Δρακότρ.): Μάνεψ’ ἡ χάλκου ντούκανα καὶ γκαβιˬάστ’κε (ἡ γριὰ ἔφαγε πολὺ καὶ ἀρρώστησε). Φορεῖ γκαβιˬασμένους ᾿ς τοὺ τατὶ (δὲν εἶναι στὰ λογικά του).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/