γκαβοκοιτάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαβοκοιτάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκαβοκοιτάζω ἐνιαχ. γκαβοκοιτάου Πελοπν. (Μεσσην.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκαβὸς καὶ τοῦ ρ. κοιτάζω.

Σημασιολογία

Γκαβοτηρῶ, τὸ ὁπ. βλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/