γοργοξυπνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοξυπνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοξυπνῶ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. ξυπνῶ.
Σημασιολογία
Ταχέως, γρήγορα ξυπνῶ : ᾎσμ. Μ᾽ ἂ᾽ μαγερέψω, δὲ δειπνῶ, γgιˬ ἂ᾽ στρώσω, δὲ gοιμοῦμαι, κιˬ ἂ gοιμηθῶ, γοργοξυπνῶ, γιˬατὶ σ᾽ ἀνεστοροῦμαι. Ἀνάθεμά σε ὡς μ᾽ ἔκανες, κιˬ ἂ᾽ θέσω, δὲ gοιμοῦμαι κιˬ ἂ᾽ gοιμηθῶ, γοργοξυπνῶ κ᾽ ἐσένα συλλογοῦμαι (ἂ᾽ θέσω = ἂν κατακλιθῶ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA