βαρβᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρβᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρβᾶτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. βαρβᾶτους βόρ. ἰδιώμ. βαρβᾶτε Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. βαρβᾶτος͵ ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. barbatus.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ εὐνουχισμένος, ἔνορχις, ἐπὶ ζῴων ἐν γένει κοιν.: Βαρβᾶτος τράγος. Βαρβᾶτο ἄλογο-κριάρι-τραγὶ κττ. κοιν. || Φρ. Σὰν τραγι᾽ βαρβᾶτο (ἐπὶ τοῦ λάγνου ἀνθρώπου) Ἤπ. Σὰν ἄλουγου βαρβᾶτου κά’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. Συνών. ἀρχιδάτος Α1. 2) Ὁ ἔχων μεγάλους ὄρχεις πολλαχ. Συνών ἀβγᾶτος 2. 3) Θηλυδρίας, λάγνος Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. κ.ἀ. Β) Μεταφ. 1) Εὔρωστος Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.): Οἱ γιˬατροὶ ποῦ κατάλαβαν πῶς τὸ παιδὶ ἤdανε ζουdανὸ μέσ᾿ 'ς τὴ gοιλιὰ τῆς μάννας dου dὴν ἔσκισαν καὶ τό ’βγαλαν ᾽πομέσα ζουdανό, βαρβᾶτο (ἐκ παραμυθ.) 2) Μέγας σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Περιουσία βαρβάτη. 3) Ὁ ἔχων ἀνάγκην στιβαρῶν χειρῶν πρὸς διεκπεραίωσιν, ἐπὶ ἐργασίας σύνηθ.: Δουλε͜ιὰ βαρβάτη. β) Ὁ λίαν προσοδοφόρος πολλαχ.: Δουλε͜ιὰ βαρβάτη. 4) Ἀνδρεῖος, γενναῖος πολλαχ.: Παλληκάρι βαρβᾶτο. Συνών. ἀντρεῖος 1, άριλῆς 2. 5) Ζωηρός, δυνατὸς Κεφαλλ.: Καβγᾶς βαρβᾶτος. 6) Ἰσχυρὸς εἰς πλοῦτον ἢ κοινωνικὴν δύναμιν ἢ ὁ διακεκριμένος εἴς τι ἐπάγγελμα ἢ τέχνην ἢ ἐπιστήμην κττ. κοιν.: Βαρβᾶτος γιˬατρὸς-δικηγόρος-νοικοκύρις κττ. Βαρβᾶτος ᾽ς τὰ γράμματα-’ς τὴν τέχνη κττ. κοιν. Βαρβᾶτους ἀποὺ λιπτὰ Στερελλ. (Αἰτωλ) Συνών. ἀβγουλλᾶτος 2, ἀρχιδᾶτος Β 2. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Κεφαλλ. καὶ ἐπών. Μακεδ. Γ) Οὐδ. οὐσ. 1) Ζῷον μὴ εὐνουχισμένον ἱκανὸν πρὸς ὀχείαν σύνηθ. Ζ) Ἡ προζύμι Ἴμβρ. Συνών. ἀναδεμὴ 2β, ἀνάπημα 2, ἀνάπιˬασμα 1Β, μαγιˬά, προζύμι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/