γκάβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκάβω Χίος (Πισπιλ.) gάφτω Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) gάφνω Κρὴτ. (Σφακ.) gάβω Κρήτ. (Ἀμάρ. Μάλλ. κ.ἀ.) - Γ. Μαθιουδ., Λουλούδα, 4 γκάβου Σκῦρ. γκάβγω ᾽Ικαρ. Κάρπ. Κασ. Λέρ gάβγω Θήρ. Κρήτ. (Κίσ. Κριτσ. Νεάπ. Ραμν. Σέλιν. Σέμπρον. Σητ. Σφακ. Χαν. κ.ἀ.) Κῶς Σέριφ. Γκάβgω Κῶς Λέρ. γκάφτω Ἰκαρ. Λέρ. gάφτω Θήρ. Κρήτ. Κῶς Σέριφ. γκάφω Χίος gάω Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) κάβγω Κρήτ. κάπτω Λέρ. Ἀόρ. ἤγκαψα Ἀμοργ. Δωδεκάν. Ἰκαρ. Λειψ. Χίος (Λιθ. κ.ἀ.) ἤgαψα Α. Κρήτ. Ἀνάφ Ἀντικύθ. Θήρ. Κῶς Σέριφ. ἤνγκαψα Ἀμοργ. Ἰκαρ. Σχιν. ἤνgαψα Κῶς ἔκαψα Ἰκαρ. Λέρ. ἤγκαφα Φοῦρν. ἤνγκαφα Ἰκαρ. ἤνγκοψα Κίμωλ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ρ. κάμπτω μετασχηματισθὲν κατὰ τὰ λοιπὰ εἰς -άβω (-άφτω, -άβγω) ρήματα διὰ τὸν ὅμοιον ἀόριστον ἔγκαψα, ἥγκαψα < ἔκαμψα δι’ ἀποβολῆς τοῦ μ πρὸ τοῦ ψ καὶ ἀναπτύξεως ἀλόγου ἐρρίνου παρὰ τὸ κ. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 161 2, 328. Φ. Κουκουλέ, ἐν ᾽Αθηνᾶ 49 (1939), 108. I Kalitsunakis, Mittel und Neugriech Erklär. Bei Eustathius, 73-74. Ὁ ἀόρ ἤ ν-γκοψα ἐκ συμφύρ. πρὸς τὸ κόβω.

Σημασιολογία

1) Κάμπτω, παρακάμπτω γωνίαν δρόμου ἢ κορυφὴν λόφου ἢ ἄκραν ἀκρωτηρίου κ.τ.τ. καὶ οὕτω γίνομαι ἀφανὴς Ἀμοργ. Ἀνάφ. Θήρ. Ἰκαρ. Κάρπ. Κασ. Κῶς Λέρ. Σκῦρ. Χίος (Λιθ. κ.ἀ): Ἤνγκαψε τὸ δρόμο Ἀμοργ. Νά τον! Τώρα γκάβgει τὸ σοκάκι Κῶς Ἤgαψε ἡ πέρδικα Σέριφ. Ἔγκαψε τὴ διˬασφαὴ τσαὶ δὲ φαίνεται (διˬασφαὴ₌σχισμὴ βράχων) Σκῦρ. Ἔγκαψε τώρα ὁ λαγός, ποῦ νὰ τὸν προφτάσῃ τὸ λαγωνικό! αὐτόθ. Ἀπέσω ἔγκαψεν (ἐπροχώρησε πρὸς τὸ ἐσωτερικόν, μεσογειότερον) Χίος. Ἐκάψασιν πίσ’ τὰς ράχας Ἰκαρ. Συνών. ἀπογυρίζω Α1, ἀποκολώνω (ΙΙ) 2, γέρνω 4β, διˬασελῶ, καβαντζάρω, σκορέρνω, στρίβω. β) Ἐπὶ ἡλίου ἢ σκότους, κλίνω πρὸς τὴν δύσιν ἢ τὴν ἀνατολὴν Ἰκαρ. Κρήτ. Κῶς: Ἤνγκαψεν ὁ ἥλιος Ἰκαρ. Ἤνγκαψεν ἡ νύχτα (παρῆλθεν ἡ νύκτα, ξημερώνει) Κῶς || Ἆσμ. Τραούδα, Καψαλάκι μου, μαζὶ νὰ τραουδοῦμε κιˬ ὥσπου νὰ νgάψῃ ἡ νυχτιˬά, τὰ πάθη μας νὰ ποῦμε Κῶς. Συνών. γέρνω Β2. 2) Στρέφω, ἐπιστρέφω Κρήτ. Κῶς : Ἄσμ. Ὁ κάθα εἷς ’ς τὸ dόπο dου, ’ς τὸ μέρος του νὰ gάψῃ Κρήτ. Καθίζει γράφει μιˬὰ γραφὴ καὶ τοῦ Χατζῆ τὴ bέbει -Gάψε, Χατζῆ ’ς τὸ (dόπο σου, μὰ ’πά δουλε͜ιὰ δὲν ἔχεις αὐτόθ. ’Σ τὸν πέλεμον ἠπήαμε κ’ ἠνgάψαμεν ἀνdάμα κ’ ἠμάθαμεν εἶνdα λοῆς τὸ σκότωμα ’ναι πρᾶμα Κῶς. 3) Φεύγω, ἀναχωρῶ Ἀντικύθ. Θήρ. Ἰκαρ. Κρήτ. (Ἀμάρ. Κίσ. Κριτσ. Σέλιν. Σέμπρον. Σητ. Σφακ. κ.ἀ.) -Γ. Μαθιουδ., Λουλούδα, 4: Ἔgαψε, bρέ, ὁ σύdεκνός σας;- Ὄι, ταχιˬὰ θὰ gάψῃ Σέλιν. Γἢ φάε, γἤ gάψε Σφακ. Ἕνα σφακιˬανὸ καΐκι ἔgαψεν ἀποπά’ ’ς τὸ καλὸ καταβόδιˬο αὐτόθ. Ἴσαμε νὰ ’ρθῇ, ἤgαψε κιˬόλα Σητ. Ποῦ ἤgαψε καὶ πάει; αὐτόθ. Νὰ gάψῃς ἐνωρίς, νὰ μὴ σκοτεινιˬαστῇς ’ς τὸ δρόμο Κίσ. Τὸ νοῦ σου τὸ σπίτι μας! μοῦ φωνιˬάζ’ ἡ κερά, ὅdεν ἔgαβγε Δ.Kρήτ. Πρέπει νὰ gάψω ἀπὸ τὸ bαdέρμο τοῦτο dόπο αὐτόθ. Ἔgαψε γιὰ τὴν Ἀλεξάdρα (=Ἀλεξάνδρεια) Κρήτ. Ταϋτέρου-ταϋτέρου παίρνουνε ἕνα bαοῦλο ροῦχα καὶ κλειˬοῦνε τὸ σπίτι dωνε καὶ gά’νε (=πᾶνε, φεύγουν) Γ. Μαθιουδ., ἔνθ᾽ ἀν. ‖ Ἄσμ. Σὰ μοῦ τὴν ἄψες τὴ φωθιˬά, ἔgαψες κιˬ ἄφηκές με, μουδὲ Θεὸ φοβήθηκες, μουδ’ ἐλυπήθηκές με Κρήτ. Δὲν ἔχω ἀbελοσώχωρα, κιˬ ὡς μὲ θωρεῖς, μὲ γράψε κιˬ ἄνε σ' ἀρέσω, 'κλούθα μου, ἄ δὲ σ' ἀρέσω, gάψε αὐτόθ. Σελλώσετέ μου τ’ ἄλογο, ’ς τὸ bόλεμο νὰ gάψω καὶ ὁ πασᾶς γροικῶ ’ρχεται, νὰ πάω νὰ τὸ bιˬάσω αὐτόθ. Gάβγεις, Δασκαλογιˬάννη μου, πότε θὰ σ’ ἀνημένω, νά ’χω τσὶ πόρτες ἀνοιχτὲς καὶ τὸ τεψὶ στρωμένο; αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/