βάρδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάρδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
βάρδα μόριον παρακελευσματικὸν σύνηθ. βάρdα πολλαχ. βαρδᾶτε Κέρκ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν.) Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βενετ. varda προστ. τοῦ ρ. vardar. Τὸ βαρδᾶτε πληθ. τοῦ βάρδα ὡς προστακτικῆς.
Σημασιολογία
1) Πρόσεχε! φυλάξου! κττ: Βάρδα μπρός! Βάρδα ἀπὸ φονικό! Βάρδα ἀπὸ κακό! Βάρδα ἀπὸ γυναῖκες! σύνηθ. || ᾎσμ. Ὄρηˬα, λαgάδιˬα καὶ βουνά, βαρδᾶτε μὴ σᾶς κάψῃ ἡ πονεμένη μου καρδιˬὰ ὅ,τι ν᾽ ἀνεστενάξῃ! Α. Κρήτ. 2) Παραμέρισε: Βάρδα νὰ περάσω!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA