γκαβωμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαβωμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαβωμάρα ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κυνουρ Τρίκκ. κ.ἀ.) gαβωμάρα Ἤπ. (’Ιωάνν.) γκαβουμάρα Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Μελιβ.) Θράκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Βόιον Γαλατ. Δεσκάτ. Καστορ.) Στερελλ. (Περίστ.) gαβουμάρα Μακεδ. (Χαλκιδ.) και καιˬδωμάρα Κεφαλλ. γκαβαμάρα Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Γήλοφ. Δαμασκ. Δασοχώρ Δεσκάτ. Πεντάπολ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκάβωμα καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ρ. γκαβώνω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -άρα, διὰ τὴν ὁπ. βλ. –αρος. Ὁ τύπ. κάιˬδωμα παρὰ τὸν τύπ. καιˬδὸς τοῦ ἐπιθ γκαβός.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἰδιότης τοῦ παραβλῶπος, τὸ ἀλληθώρισμα Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κυνουρ. Τρίκκ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Περίστ.): Ὄμορφ’ εἶν’ αὐτή; Ἔ’ λίη γκαβουμάρα Ἄκρ. 2) Ἀτέλεια τῆς ὁράσεως, ἡμιτύφλωσις ἢ καὶ τύφλωσις Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Μελιβ.) Θράκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Βόιον Γαλατ. Δαμασκ. Καστορ. Πεντάπολ. Χαλκιδ. κ.ἀ) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κυνουρ. Τρίκκ. κ.ἀ.): Γκαβουμάρα ἔ’ς κὶ δὲ λέπ’ς; Ἄκρ. Γκαβουμάρα πού ’χου! Ζαγόρ. Δὲν ξέρω κὶ ᾽γὼ τί γκαβουμάρα κὶ στραβουμάρα πὄχου σήμιρα αὐτόθ. Gαβουμάρα ἔεις κὶ δὲ γλιˬέπ’ς Χαλκιδ. Συνών. στραβωμάρα, τύφλα. β) Μεταφ., ἀπροσεξία, ἀτυχία Ἤπ. Μακεδ. (Βόιον Γήλοφ. Δαμασκ. Πεντάπολ.): Τοὺν ἄμπουζι πρὸς τὰ κεῖ ἡ γκαβαμάρα (ἄμπουζι=ὠθοῦσε) Γήλοφ. γ) Ὀφθαλμικὴ νόσος τῶν αἰγοπροβάτων κατὰ τὴν ὁποίαν προκαλεῖται θόλωσις τοῦ ἑνὸς ἢ καὶ ἀμφοτέρων τῶν ὀφθαλμῶν, ἡμιτύφλωσις αὐτῶν Μακεδ. (Βόιον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA