βαρδαβέλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρδαβέλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαρδαβέλλα ἡ, ὡς ναυτικὸς ὅρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἡ λ. Ἰταλ.
Σημασιολογία
1) Σχοινίον ἢ ράβδος σιδηρᾶ, ἡ ὁποία στερεώνεται ὁριζοντίως εἰς τὴν ἐπάνω ἐπιφάνειαν τῆς κεραίας καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν δένεται τὸ σχοινίον, ἱστιοῦχος. 2) Σχοινίον ἰσχυρὸν τοῦ ὁποίου τὰ δύο ἄκρα δένονται εἰς δύο πλοῖα ἀγκυροβολημένα ἢ τὸ ἓν ἄκρον δένεται εἰς τὸ πλοῖον, τὸ δὲ ἄλλο εἰς σημεῖόν τι τῆς ξηρᾶς, διὰ τούτου δὲ ἰσχυρῶς τεταμένου φέρεται μικρὰ λέμβος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἰς τὸ ἄλλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA