ἀσκόχεντρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκόχεντρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσκόχεντρα ἡ, ἀμάρτ. ἀσκόχιdρα Λέσβ. (Πλομάρ.) ἀσκόdριχα Λέσβ. (Ἀγιάσ. Μανταμᾶδ. Πέτρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀσκὶ καὶ ὄχεντρα.
Σημασιολογία
Ὁ ὄφις ἔχιδνα τοῦ γένους τῆς ἐχίδνης (vipera) τῆς τάξεως τῶν ἐχιιδῶν (viperidae) ἔνθ᾽ ἀν.: Φίδιˬα εἶνι, ἀσκόχιdρες εἶνι, δότι τσ’ ᾽πά᾿ ’ς τὰ τσιφάλιˬα (δότιε=δώστε, κτυπᾶτε) Πλομάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA