γοργὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γοργὸς ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) γουργὸς σήνηθ. βορ. ἰδιωμ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γαργαλ. Γορτυν. Δίβρ. Λάστ. κ.ἀ.) γουργὸ Τσακων. (Μέλαν.) ᾽οργὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βοργὸς Μακεδ. (Πάγγ.) βουργὸς Μακεδ. (Βογατσ. Βόιον Καστορ.) ἀβουργὸς Θρᾴκ. (Κομοτ.) ᾽εργὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γοργός. Ὁ τύπ. γουργὸς καὶ Βυζαντ. Βλ. Σπαν. στ. 579 - 580 (ἔκδ. Wagner, σ. 23) «βλέπε πτωχὸν καὶ πένητα μὴν τὸν περιφρονὴσης, | ὅτι ὁ χρόνος ὡς τροχὸς γουργὸς ὑπογυρίζει».
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετ. 1) Τραχύς, γρήγορος, εὐκίνητος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν.): Γοργὸς ἄνθρωπος, γοργὸ παιδί, - κορίτσι. Εἶναι γοργὸς ᾽ς τὴ δουλε͜ιά του σύνηθ. Βουργὸς ᾽ς τὸ περπάτημα Μακεδ. (Καστορ.) Ἄλουγου βουργὸ Μακεδ. (Βογατσ.) Μὲ δώδεκα γοργότατα καράβιˬα Δ. Σάρρ., Εὐριπ. Ἰφιγ. ἐν Αὐλ. 292. || Φρ. Γουργὸς θάνατος νὰ σὲ πιˬάσῃ! (ἀρὰ) Ἤπ. (Δρόβιαν.) || Γνωμ. Βαθε͜ιὰ βροντή, | γοργὸ νερὸ (ὅτι μετὰ ἀπὸ ὑπόκωφον βροντὴν ἀναμένεται συνήθως σύντομος βροχὴ) Ζάκ. Τὸ ὄμορφο καὶ τὸ γοργὸ | ποτὲ δὲν πᾶν μαζὶ τὰ δυˬὸ (ἡ καλὴ ἐργασία δὲν πρέπει νὰ γίνεται βεβιασμένως) Πελοπν. (Μὰν.) || ᾎσμ. Χελιδονάκι μου ᾽οργό, | βασανισμένο πού ᾽μαι ᾽γώ, ᾽οργὸ σὲ πέbω κιˬ ἄωμε, | ᾽οργὸ νὰ ᾽ρθῇς καὶ χάνομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Στέλνου τό ᾽να, στέλνου τ᾽ ἄλλου, | τοὺ βουργὸ τοὺ χιλιδόνι, νὰ μὶ φέρῃ τὴν πιρδίκα, | τὴν πιρδίκα π᾽ ἀγαποῦσα Μακεδ. (Βογατσ.) Ὥρα καλὴ σ᾽, ἀφέντη μου, γοργὸ τὸ κίνημά σου (κίνημα = ἐκκίνησις) Ἤπ. Ὡς τρέχει τοὺ γουργὸ νιρὸ ᾽ς τὴ γῆ, κὶ δὲν γροικε͜ιέτι, ἔτσι νὰ πάῃ τοὺ αἷμα του ὁπ᾽ ἀγαπᾷ κιˬ ἀρνε͜ιέτι Θρᾴκ. (Αἶν.) Χελιδόνι μου γοργό, | πού ᾽ρχεσ᾽ ἀπ᾽ τὴν ἔρημο, τί καλὰ μᾶς ἤφερες | - Τὴν ὑγε͜ιὰ καὶ τὴ χαρὰ Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποιήμ. Τόνε βλέπω! Τοῦ προβαίνουν | ἄλλα φάσματα γοργά, ποὺ ἀκατάπαυστα πληθαίνουν | σφόδρα καὶ εἶναι Ἑλληνικὰ Δ. Σολωμ., 75. Κ᾽ ἔκλεινα ᾽ς τὴν καρδιˬά μου μιˬὰν ἀκτῖνα, πού ᾽λαμπε κ᾽ ἔσβηνε γοργὴ μπροστά μου ἀπὸ τὰ θεῖα κάλλη της ἐκεῖνα Α. Προβελ., Ποιήμ., 5. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Προκόπ., 3,96,12 «ἐπινοεῖν δὲ ὅ,τι ἂν βούλοιτο γοργὸς μάλιστα» καὶ Γλυκᾶ, Στίχ. 363 «τοῦτο τὸ ἀνάβα τὸ γοργὸν ἔχει καὶ ὀξὺν κατάβαν» καὶ Σπανέα, ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. καὶ Ἡσύχ. εἰς λ. Συνών. ἀλαφροπάτης 2, ἀλαφροπόδαρος, ἀνάφτερος, ἀνεμοκυκλοπόδης, ἀνεμοσουριˬασμένος (βλ. εἰς λ. ἀνεμοσουριˬάζω), ἀνοιχτοπάτης, ἄξιος 4, γοργοπόδαρος, γοργοπόδης, γρήγορος, σαΐνι, σβέλτος, φτεροπόδαρος, φτεροπόδης, ἀντίθ. ἀγάληˬος, ἄναργος, ἀράθυμος 1, ἀργητὸς Α1 β, ἄργιρος, ἀργοκίνητος, ἀργοπερπάτητος, ἀργοπόρευτος, ἀργοπορινός, ἀργοποριστής, ἀργόπορος, ἀργὸς Α2, ἀργοσάλευτος, ἀργόσης, ἀργοστόλιστος 2, ἀργόσυρτος, ὀκνογάιδουρο, ὀκνός. β) Μεταφ., εὔστροφος, ὀξὺς λόγ. σύνηθ.: Γοργὸν βλέμμα, - πνεῦμα Λεξ. Πρω. γ) Ἐπιρρηματ. κατὰ γενικ., ἐνωρὶς Πόντ. (Οἰν.) Ρόδ.: Φρ. Διἀ γοργοῦ (λίαν ταχέως, συντόμως) Οἰν. Καὶ κατ᾽ αἰτιατ., πλησίον, ἐγγὺς Κρήτ.: Ἐζύγωσέ με καὶ γοργὸ νὰ μὲ πιάσῃ. Γοργὸ νὰ πέσω. Γοργὸ ᾽τονε νὰ φύγῃ. 2) Πρόθυμος πρὸς ἐργασίαν Μακεδ. Πελοπν. (Βούρβουρ.): Παροιμ. Ἡ νύφη μας γουργὴ | τοῦ Σαββάτου τοὺ βραδὺ (ἐπὶ τῶν ὀκνηρῶν, τῶν ἐπιδεικνυόντων προθυμίαν τὴν ἐσχάτην ὥραν) Μακεδ. Συνών. ἄξιος, προκομμένος (βλ. εἰς λ. προκόβω). 3) Ὁρμητικός, ραγδαῖος Σῦρ. - Λεξ. Δημητρ.: Γοργὸ νερὸ (ραγδαία βροχὴ). 4) Αἰφνίδιος, ἀπροσδόκητος Πελοπν.: Γοργὸς θάνατος. Β) Ὡς οὐσ. 1) Ἡ ταχύτης, μόνον εἰς τὸ γνωμ. Τὸ γοργὸ καὶ χάριν ἔχει (ἡ ταχεῖα διεξαγωγὴ μιᾶς ὑποθέσεως εἶναι ἐπωφελὴς) σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) 2) Τὸ θηλ., ἡ ζύμη τοῦ ἑπταζύμου ἄρτου Ἴμβρ. Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA