βαρδάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρδάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαρδάρι τό, Ἄνδρ. Ἤπ. Ἰόνιοι Νῆσ. (Κεφαλλ. κ.ἀ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λακων. Μάν. Πάτρ. Τρίκκ.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ. βαρδάρ’ Ἤπ. (Πρέβ.) Θεσσ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σιάτ.) Στερελλ. (Ἀγρίν. Αἰτωλ. Καλοσκοπ. Παρνασσ.) κ.ἀ. βαρδάλι Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Κυνουρ. Λάστ. Μεσσ.) κ.ἀ. βαρδάλ’ Λέσβ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βααδάλ’ Σαμοθρ. βεριδάριν Κύπρ. περδάρι Ἤπ. Πελοπν. (Δημητσάν.) κ.ἀ. πιρδάρ' Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. κ.ἀ. παρδάλι Κέρκ.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη. Ὁ ΦΚουκουλ. ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. (1921) 38 τὸ σχετίζει πρὸς τὸ ἀρχ. βαρβαρίζω.

Σημασιολογία

1) Ἕνα ἢ δύο ἢ καὶ τρία ξυλάρια ἐξηρτημένα ἀπὸ τὸ ἀπανωμύλι τοῦ μύλου καὶ ἀκκουμβῶντα εἰς τὴν μυλόπετραν, μεταδίδοντα δὲ τὴν τρομώδη κίνησιν εἰς τὸ ἀπανωμύλι συντελοῦν εἰς τὴν βαθμιαίαν πτῶσιν τοῦ σίτου εἰς τὸ στόμιον τῆς μυλόπετρας ἔνθ' ἄν.: Φρ. Βάνου βαρδάρ’ ᾽ς τοὺ κιφάλι μ᾽ (ἀποκτῶ ἐνοχλήσεις, βάζω μπελᾶ ᾿ς τὸ κεφάλι μου) Αἰτωλ. Ἔχου βαρδάρ’ ᾽ς τοὺ κιφάλι μ’ (ἐνοχλοῦμαι ὑπό τινος) αὐτόθ. Ἡ λ. ἀπαντᾷ συχνὰ καὶ εἰς φρ. ἐπὶ τοῦ πολυλόγου, τοῦ φλυάρου: Τρέχει τὸ στόμα του σὰν τὸ βαρδάλι τοῦ μύλου Γορτυν. Πάει ἡ γλῶσσα του σὰν τὸ βαρδάρι τοῦ μύλου Πάτρ. Πάει ἡ γλῶσσα του περδάρι Δημητσάν. Βαρδάρ’ ἡ γλῶσσα του Πρεβ. Ἡ γλῶσσα του περδάρι Ἤπ. Τοὺ στόμα τ᾿ πιρδάρ’ Ζαγορ. || Παροιμ.Ὅπο͜ιος θὰ πάῃ ᾽ς τὸ μύλο θ' ἀκούσῃ τὰ βαρδάριˬα του (ὁ μετὰ ἀγροίκων συναναστρεφόμενος θὰ ἀκούσῃ χυδαίους λόγους ἢ ὁ ἀναλαμβάνων ἔργον τι θὰ ὑπομείνῃ καὶ τὰ παρομαρτοῦντα δυσάρεστα) Ἤπ. Συνών. ἀρβάλλι 3, βαρβάρι, βάρδαρο, βαρδαρώνι. 2) Μεταφ. ἄνθρωπος φλύαρος Ἤπ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. ΙΙΙ) Σχοινίον εἰς τὰ μεγάλα ἰστιοφόρα διὰ τοῦ ὁποίου στερεώνονται πλευρικῶς οἱ ἱστοὶ πρὸς μεγαλυτέραν ἀσφάλειαν Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/