γοργοσιμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοσιμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοσιμώνω Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. σιμώνω

Σημασιολογία

Ταχέως πλησιάζω: Ἐδὰ ποὺ γοργοσίμωσε, τόνε γρώνισα (= ἀνεγνώρισα). Συνών γοργοφτάνω 1, κοντοζυγώνω, κοντοφέρνω, κοντοφτάνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/