ἀσκωματεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκωματεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσκωματεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ᾿σικωματὲ Ἰκαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄσκωμα. Ὁ τύπ. ᾽σικωματὲ κατ᾿ ἀποβολὴν τοῦ α καὶ ἀνάπτυξιν ι ὡς φθόγγου συνοδίτου μεταξὺ συμφώνων.
Σημασιολογία
Κοιλία ἀνθρώπου (διὰ τὴν ὁμοιότητα πρὸς ἀσκόν). Πβ. ἀσκὶ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA