γοργοσκόρπισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοσκόρπισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γοργοσκόρπισμα τό, Π. Βλαστ., Κριτικ. ταξίδ., 66.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ οὐσ. σκόρπισμα.
Σημασιολογία
Ταχύς διασκορπισμός: Καὶ μέσα ᾽ς τὸ ἄφωτο γοργοσκόρπισμα τοῦ χιˬονιˬᾶ ξεχώριζαν τ᾽ ἀνάριθμα σπίτιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA