βαρδάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρδάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρδάρω ὡς ναυτικὸς ὅρ. πολλαχ. βαρdάρω Θρᾴκ. βαρδέρω Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βενετ. vardar. Ἰδ. DCHesseling Mots marit. 15.
Σημασιολογία
1) Προφυλάσσω, ἐμποδίζω τὴν προσέγγισιν ἢ τὴν πορείαν πρὸς τὰ ἐμπρὸς πολλαχ. β) Ἀπωθῶ, ὰπομακρύνω Ἄνδρ. (Κόρθ.) Θρᾴκ.: Τὸνε βαρdάρισε Θρᾴκ. 2) Ἀποφεύγω Σῦρ. Ἐβαρδάριζα πολλὰ πράματα. 3) Μέσ. διστάζω Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA