βαρδάσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρδάσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαρδάσα ἡ, Κεφαλλ. Κωνπλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Μέλαν.) Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. βαρδάτσα Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Κλουτσινοχ.) μπαρδάσα Σκόπ. μπαρδάσκα Ἄνδρ. βερδάσα Κορ. Ἄτ. 2,78.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βενετ. verdazzo. ᾿Ιδ. GMeyer Neugr. Stud. 16.
Σημασιολογία
1) Δαμάσκηνον ἐπίμηκες χρώματος ὑποπρασίνου ἔνθ᾽ ἀν. 2) Τὸ δένδρον τὸ παράγον τὸν εἰρημένον καρπὸν Κωνπλ. Συνών. βαρδανεά, βαρδασεά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA