γοργοσφίγγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοσφίγγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοσφίγγω Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., 126.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. σφίγγω.

Σημασιολογία

Περιπτύσσομαι, σφίγγω τινὰ ταχέως: Ποίημ. Τὴν ἀκούει, βουβὸς του ὁ πόνος, τοῦ ματώνεται ἡ καρδιˬά, φλογερὰ ᾽ς τὴν ἀγκαλιˬά του τὴ γοργόσφιξε, πετᾷ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/