γοργοταζιδεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοταζιδεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοταζιδεύω Κ. Παλαμ., Γράμματ., 2.76.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. ταξιδεύω.
Σημασιολογία
Ταχέως, γοργὰ ταξιδεύω: Γιˬατὶ σὲ κόπο νά ᾽μπω γοργοταξιδεύοντας μέσα ᾽ς τὰ γραμματολογικὰ βασίλεια τῶν ἄλλωνε λαῶν;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA