γοργοτρέξιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοτρέξιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γοργοτρέξιμο τό, Κ. Παλαμ., Γράμματ., 1.140 Α. Καρκαβίτσ., Ζητιᾶν., 36 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ οὐσ. τρέξιμο.
Σημασιολογία
Ταχὺς δρόμος, ἡ μετὰ σπουδῆς βάδισις Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Τεχνίτης κιˬ ὁ ποιητὴς τοῦ «Ρωμιˬοῦ» μὲ τ᾽ ἀλόγιστα χοροπηδήματα καὶ γοργοτρεξίματα τῶν ρυθμῶν του Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. ᾽Σ τὸ γοργοτρέξιμό της συνέπαιρνε κλαριˬὰ καὶ ζῷα Λεξ. Δημητρ. β) Μεταφ. ἐπὶ χρόνου, ἡ ταχεῖα παρέλευσις, τὸ γρήγορο πέρασμα Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Σακατεμένες κορμοστασιˬὲς ποὺ παράλλαξαν όχι τοῦ χρόνου τὸ γοργοτρέξιμο... ἀλλὰ τὸ πεῖσμα Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA