γκαζιˬέρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαζιˬέρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκαζιˬέρης ὁ, ἐνιαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκάζι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ιέρης κατ’ ἄλλα ὅμοια. Πβ. ἀλογατιˬέρης, ἀχουριˬέρης κ.τ.τ.
Σημασιολογία
1) ᾿Εργάτης εἰδικὸς ἐργαζόμενος εἰς τὴν παραγωγῆν ἀερίου χρησίμου εἰς τὴν κατασκευὴν τῆς ὑάλου Σῦρ. 2) Ὑπάλληλος τοῦ δήμου, παλαιότερον, ἐν ᾿Αθήναις ἔχων ὡς ἔργον νὰ ἀνάπτη τοὺς φανοὺς ἀεριόφωτος τῶν ὁδῶν καὶ πλατειῶν τῆς πόλεως Ἀθῆν. : Ἆσμ. Ξαναβλέπω τὸ μικρὸ τὸ ἁμαξάκι, τὸ γκαζιˬέρη ποὺ μᾶς ἄναβε τὸ φῶς καὶ θυμᾶμαι τὶς κυρίες ’ς τοῦ Γιˬαννάκη καὶ τὸν ἔρωτα ποὺ ἤτανε κρυφὸς ᾿Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA