βαρεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

βαρεˬὰ ἐπίρρ. βαρέα Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βαρεὰ κοιν. βαρία Ζάκ. βαρ Πόντ. (Τραπ.) βαρὰ Κάρπ. Κρήτ. βαρτζὰ Κάλυμν. βαρτὰ Ἀστυπ. Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρύς. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ Διήγ. Παιδιόφρ. στ. 950 (ἔκδ. Wagner σ. 194) «ἂν κοιμηθῇς βαρέα». Τὸ βαρὰ καὶ παρὰ Βλάχ. Τὸ βαρ τοῦ Πόντ. μόνον εἰς ᾄσμ. ἕνεκα τοῦ μετρικοῦ τόνου.

Σημασιολογία

1) Μὲ βάρος πολὺ ἢ μὲ βάρος περισσότερον τοῦ πρέποντος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.): Φόρτωσε τὸ μουλάρι βαρεˬά. Τὸ σιτάρι εἶναι ζυγισμένο βαρεˬὰ βαρεˬά. Τὰ κλωνιˬὰ τῆς μηλεˬᾶς γέρνουν βαρεˬὰ πολλαχ. Φορτώνω τὸ χτῆμα βαρὰ Κρήτ. Βαρέα βαρέα ἐζύαξα τὸ βούτυρον (βαρύτερον τῆς μονάδος τοῦ βάρους) Χαλδ. || Φρ. Χορεύω βαρεˬὰ (ἀκόμψως) πολλαχ. Τοῦ ᾿πεσε βαρεˬὰ (ἐπὶ ἐπισκέπτου ἀνεπιθυμήτου) Πελοπν. (Δημητσάν.) β) Τὸ πολὺ πολὺ Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.): Ὁ δεῖνα δὲν εἶναι ἑξήντα χρονῶν, εἶναι πενήντα χρονῶν βαρεˬὰ βαρεˬὰ Ἀλμυρ. Τί ὥρα φτάνουμι; -Δώδικα βαρεˬὰ Ἀρτοτ. γ) Μὲ πολλὴν τιμήν, ἐν τιμῇ ὑπερβολικῇ πολλαχ.: ᾎσμ. Ποῦ ’ναι νεράιδα ἀτήρητη, βαρεˬὰ ξαγορασμένη Ἤπ. Συνων. ἁδρά, ἀκριβὰ 1. 2) Ἰσχυρῶς σύνηθ.: Πατῶ-χτυπῶ βαρεˬὰ σύνηθ. || ᾎσμ. Βρίσκουν τοὶς θύρες του κλειστές, τοὶς θύρες σφαλισμένες, βρίσκουν καὶ τὰ παράθυρα βαρεˬὰ μανταλωμένα Ἤπ. Ὣς τατώρᾳ τὴν καρδιˬά μου | 'γὼ τὴν εἶχα κλειδωμένη καὶ βαρεˬὰ μανταλωμένη Εὔβ. Κόρη μ᾽, τ᾽ εἶσαι σκουμπωμένη καὶ βαρεˬὰ θηλυκωμένη; Ἤπ. Συνών. δυνατά. 3) Βραδέως Θρᾴκ. (Σηλυβρ.): Πήγαινε βαρεˬά. Συνών. ἀγάληˬα 1, ἄναργα, ἀπαγάλῃα, ἀργὰ Α1, σιγά, σιγανά, ἀντίθ. γοργά, γρήγορα. 4) Πολύ, σφόδρα κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ μόσκος μυρίζει βαρεˬὰ κοιν. Κλαίει βαρεˬὰ Θρᾴκ. Βαρέα ἀνέντροπος ἔνι Οἰν. Βαρέα ἐτράνυνεν (μεγάλωσε) Κρώμν. Βαρέα καλὰ Κερασ. Ὄφ. Βαρέα ἀγαπῶ σε - παρακαλῶ σε κττ. Ὄφ. Βαρέα μέγαν Οἰν. || ᾎσμ. Ποῦ ’σαι, ρ’ ἀδέρφι Γεˬωργαλῆ, βαρεˬὰ γραμματισμένε; Πελοπν (Φιγάλ.) Τὴν κὺρ-Ἐρήν' προξέναναν βαρεˬὰ μακρὰ ᾿ς σὰ ξένα Τραπ. Γιˬὰ σοῦς, γιˬὰ σοῦς, Ἀκρίτα μου, βαρέα μὴ καυχᾶσαι, ἐμὲν ᾿ς ἐσὲν πο͜ιὸς ἔστειλεν ἀπ᾿ ἐσὲν παλληκάρ’ ἔν' (εἶναι γενναιότερός σου. σοῦς=σιώπα) αὐτόθ. β) Συχνάκις Πόντ. (Τραπ.): Ἀτὸς βαρέα ’κ’ ἔρται ᾽ς σ᾿ ἐμέτερα. Συνών. συχνά. 5) Ἐπικινδύνως, σοβαρῶς, ἐπὶ νόσου συνήθως κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔπεσε βαρεˬὰ ᾿ς τὸ κρεββάτι. Ἔπεσε βαρεˬὰ ἄρρωστος. Ὁ ἄρρωστος εἶναι βαρεˬὰ κοιν. Βαρέα ἄρρωστος ἔν' Χαλδ. Βαρέα κακὰ κεῖται Κερασ. β) Μὲ βάρος ἀγωνίας, ἀγωνιωδῶς πολλαχ.: Ψυχομαχάει βαρεά. || ᾎσμ. Ἐξέγνο͜ισα ’ποῦ τσ᾽ ἔγνο͜ιες σου καὶ ᾽λάφρωσ᾽ ἡ καρδιˬά μου, ἁπού ’παιρνα παdοτινὰ βαρὰ τὴν ἀναπνο͜ιά μου Κρήτ. γ) Μὲ τραχύτητα, τραχέως, δυσαρέστως σύνηθ.: Τοῦ μίλησε βαρεά. || Φρ. Τὸ παίρνω βαρεὰ (δυσαρεστοῦμαι ἐκ τοῦ λόγου ἢ τῆς ἐνεργείας ἢ τῆς πράξεως ἄλλου. ᾿Αντίθ. φρ. τὸ παίρνω ἀλαφρά). 6) Βαθέως κοιν.: Ἀναστενάζει-κοιμᾶται βαρεˬὰ κοιν. β) Ὑποκώφως σύνηθ.: Ἀκούω βαρεˬά. 7) Εἰς ἔδαφος λασπῶδες Στερελλ. (Αἰτωλ.): Σπέρνου βαρεά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/