ἀσματικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσματικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσματικὸς ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀσθματικός.

Σημασιολογία

Ὁ πάσχων ἐξ ἄσθματος, ὁ μετὰ κόπου καὶ βιαίως ἀναπνέων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/