βαρεˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρεˬάζω Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) βαρζω Πόντ. (Τραπ.) Μέσ. βαρεˬάζουμι Μακεδ. (Βλάστ.) βαρσκομαι Πόντ. (Οἰν.) βαρσκουμαι Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) βαρέσκομαι Πόντ. (Κοτύωρ.) βαράσκουμαι Πόντ. (Ὄφ.) Μετοχ. βαρσμένος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) βαρεσμένος Πόντ. (Κοτύωρ) Θηλ. βαρσμένισσα Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) βαρσμέν’σσα Πόντ. (Τραπ.) βαρσμέντσα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬά.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Παρέχω βάρος, ἐνοχλῶ Πόντ. (Τραπ.) 2) Κάμνω τινὰ ἔγκυον, ἐπὶ γυναικὸς Πόντ. (Τραπ.) 3) Ἀμτβ. εἶμαι. πλήρης, βρίθω Προπ. (Ἀρτάκ. Πανορμ.) Β) Μέσ. 1) Βαρύνομαι, ἀποδυσπετῶ Πόντ. (Ἀργυροπ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): 'Εβαρστα σε! Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Βαρσκουμαι τὰ στράτας Ἴμερ. Βαρέα βαράκεται τὸ σκάψιμο Ὄφ. || Παροιμ. Ὅπη βαράκεται πλέο δουλεύ’ (ὁ ἐξ ὀκνηρίας ἀναβάλλων τὴν ἐργασίαν ἢ καὶ ἀμελῶς ἐργαζόμενος ἀργότερον τελειώνει αὐτὴν καὶ ἑπομένως ἐργάζεται περισσότερον χρόνον) Ὄφ. 2) Γίνομαι ἔγκυος, συλλαμβάνω, ἐπὶ γυναικὸς Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): ’Εβαρστεν ἡ νύφε Τραπ. Χαλδ. Γυναῖκα βαρσμένισσα Κερασ. Οἰν. || Φρ. Ἅμον βαρσμένος ἢ ἅμον βαρσμέντσα πορπατεῖ (περπατεῖ σὰν γγαστρωμένος ἢ γγαστρωμένη) Χαλδ. Πβ. βαρένω, βαρῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA