γκαζογυˬάλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαζογυˬάλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαζογυˬάλι τό, ἐνιαχ. γαζουγυˬά’ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γκάζι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὁ τύπ. γάζ’, καὶ γυˬαλί.
Σημασιολογία
1)Ἡ φιάλη τοῦ πετρελαίου. 2) Μεταφ., ὁ ἄνευ ἀξίας ἄνθρωπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA