γκαζοζὲν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαζοζὲν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκαζοζὲν τό, ’Αθῆν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. gazogène.

Σημασιολογία

1) Μηχάνημα παράγον τὸ ὀξυανθρακοῦχον ὕδωρ τοῦ Σέλτς. 2) Μηχάνημα μετασχηματίζον δι’ ἀτελοῦς καύσεως ἓν εὔφλεκτον στερεὸν σῶμα εἰς ἀέριον γκάζι. 3) Ὄχημα τὸ ὁποῖον κινεῖται διὰ τῆς ὁμωνύμου συσκευῆς γκαζοζέν, ἡ ὁποία προσαρμόζεται εἰς τὸ φίλτρον καὶ τροφοδοτεῖ δι’ ἐκρήξεως τοῦ παραγομένου ἀερίου τὸν κινητῆρα τοῦ αὐτοκινήτου. β) Γκαζοζὲν ὠνομάσθησαν τὰ αὐτοκίνητα τὰ κινούμενα διὰ τῇς ἀνωτέρω συσκευῆς, τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποιήθησαν κατὰ τὴν γερμανικὴν κατοχήν τῆς Ἑλλάδος (1940-44), καὶ ἔκτοτε μεταφορικῶς πᾶν ὄχημα παλαιὸν καὶ παράγον θορύβους κατὰ τὴν ἐξάτμησιν: Γκαζοζὲν εἶναι τὸ σαράβαλό σου καὶ κάνει ἔτσι; (καὶ δημιουργεῖ τέτοιους θορύβους;)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/