γκαζόλυχνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαζόλυχνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκαζόλυχνος ὁ, ἐνιαχ. gαζόλυχνος Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γκάζι καὶ λύχνος.
Σημασιολογία
Γκαζολύχναρο, τὸ ὁπ. βλ.: ’Εμεῖς ἀνάφτομε gαζόλυχνο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA