ἀσογιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσογιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσογιˬὰ ἡ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀσουγιά Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσογος.
Σημασιολογία
1) Ταπεινὴ καταγωγή, ἀγένεια Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Δὲ γλέπ’να τὴν ἀσογιˬά τους! 2) Ἀνοίκειος συμπεριφορά, κακὸς τρόπος ἔνθ’ ἀν.: Εἶδες δὰ ἀσογιˬά! Σαρεκκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA