γκαζὸν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαζὸν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκαζὸν τό, σύνηθ. γαζὸ ἐνιαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. gazon = χλοοτάπης.

Σημασιολογία

Χλόη, γρασίδι τὸ ὁποῖον σπείρεται εἰς κήπους, γήπεδα κ.τ.τ. πρὸς καλλωπισμὸν κλπ σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/