γκαζοφάναρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαζοφάναρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκαζοφάναρο, τό, ’Αθῆν.-Π. Γλέζου, Πρώτη γνωριμία, 153.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γκάζι καὶ φανάρι.

Σημασιολογία

Φανὸς καίων μὲ πετρέλαιον ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅταν ὁ πάντα καθυστερημένος φανοκόρος τοῦ δήμου ἀργοῦσε ν’ ἀνάψῃ τὸ γκαζοφάναρο τῆς γωνιᾶς, εἴχαμε τὴν αἴσθηση πὼς κάπως δρόσισε Π. Γλέζου, ἔνθ’ ἀν. Πβ. γκαζόλαμπα, γκαζολύχναρο, γκαζόλυχνος, γκαζοφωτιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/