γοργοφτέρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοφτέρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργοφτέρωτος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἐπιθ. γοργὸς καὶ φτερωτός.

Σημασιολογία

Γοργόφτερος 1, τὸ ὁπ. βλ.: ᾎσμ. Πουλλάκι γοργοφτέρωτο, μαῦρο μου χελιδόνι, ἄμε καὶ πὲς ᾽ς τὴν ἀγαπῶ πὼς ὁ καλός της λε͜ιώνει

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/