γκαϊλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαϊλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκαϊλώνω ἐνιαχ. γκαϊλώνου Στερελλ. (Αἰτωλ. Τριχων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκαϊλές.

Σημασιολογία

Ἀμτβ., ἐξέρχονται κάπως ἀπὸ τὰς κόγχας οἱ βολβοὶ τῶν ὀφθαλμῶν μου ἐξ ὑπερβολικῆς προσηλώσεως εἴς τι ἀντικείμενον Αἰτωλ. Τριχων.: Γκαΐλουσα τ᾿ράουντα νὰ σὶ δῶ (τ᾽ράουντα = τηρῶντας, βλέποντας, παρατηρῶντας) Τριχων. Συνών. φρ. Ἔγινε τὸ μάτι μου γαρίδα. Γκαΐλουσαν τὰ μάτια μ’ νὰ σὶ δοῦν Αἰτωλ. β) Ἕνεκα ὑπνηλίας ἢ στενοχωρίας πάσχω τὸ αὐτὸ Αἰτωλ. : Βάλ’ τοὺ πιδὶ νὰ πλαιˬάσ’, γκαΐλουσι ἀποὺ ’ν ἀυπνιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/